Οι μονοβάθμιοι καυστήρες λειτουργούν μόνο σε ένα στάδιο, στο 100% της ρυθμισμένης απόδοσής τους. Όταν η θερμοκρασία του νερού φτάσει στην προεπιλεγμένη τιμή (π.χ. 75 βαθμούς), ο καυστήρας σταματά να λειτουργεί. Θα ξαναενεργοποιηθεί πάλι,όταν η θερμοκρασία του νερού πέσει 10-15 βαθμούς.Αυτό γίνεται συνέχεια όταν είναι ενεργοποιημένη η θέρμανση και είναι η λεγόμενη συντήρηση.
Η διαφορά ενός διβάθμιου καυστήρα σε σχέση με έναν μονοβάθμιο είναι ότι στη λειτουργία συντήρησης (όπου καταναλώνονται οι περισσότερες ώρες θέρμανσης) μπορεί να ρυθμιστεί στο 60% της απόδοσής του. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται έξτρα οικονομία στη θέρμανση έως και 40%,και ο θόρυβος είναι λιγότερος.
Στην περίπτωση που έχουμε αυτονομίες, κάθε διαμέρισμα που θα ενεργοποιεί την θέρμανσή του, η λειτουργία του διβάθμιου καυστήρα είναι να μεταπηδάει απο την μικρή στη μεγάλη φλόγα έως ότου όλα τα διαμερίσματα(που είναι ενεργοποιημένα) να φτάσουν στους 60 βαθμούς. Στη συνέχεια, επιστρέφει στη λειτουργία οικονομίας. Αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ενεργοποιείται ένα διαμέρισμα, ώστε να μην καθυστερεί η θέρμανσή του!
Όλοι οι κατασκευαστές καυστήρων προσφέρουν μοντέλα με διβάθμια λειτουργία, ακόμη και για μικρούς λέβητες (16kW-52kW).